βαθμολογικός

βαθμολογικός
η , ό[ν] оценочный;

βαθμολογικός πίνακας — турнирная таблица


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βαθμολογικός" в других словарях:

  • βαθμολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη βαθμολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη] …   Dictionary of Greek

  • βαθμολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη βαθμολογία ή το βαθμό: Το γήπεδο ήταν γεμάτο γιατί ο αγώνας είχε μεγάλο βαθμολογικό ενδιαφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»